Σε ένα πηλιορείτικο ψαροχώρι, ένα καϊκι έφερε μες στη νύχτα, ένα μοναχικό ταξιδευτή, βουτηχτή στο επάγγελμα και αξεπέραστο πότη.
Χαιρέτισε και κάθισε στην παρέα μας.
Ακόμη αναρωτιέμαι αν η φράση του « η γη γυρίζει φάλτσα » ήταν προϊόν μέθης, γνώσης ή αγωνίας.
Η κουβέντα άναβε και το τσίπουρο κυλούσε, ώσπου το νυχτέρι πήρε τέλος.
Ο άγνωστος ταξιδευτής έλυσε κάβους και τράβηξε για « τις όχθες της αυγής ».
Έπιασα το μολύβι...
Βασίλης Φλώρος